- νιπτῆρα
- νιπτήρwashing-vesselmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek
Καντούνης, Νικόλαος — (Ζάκυνθος 1767 – 1834). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Δεν είναι βέβαιο αν όφειλε τη ζωγραφική του εκπαίδευση σε μια σύντομη μαθητεία του κοντά στον Νικόλαο Κουτούζη ή αν, όπως αναφέρει η… … Dictionary of Greek
Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… … Dictionary of Greek
Papyrus 66 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 66 John … Wikipedia
ενεμώ — ἐνεμῶ, έω (Α) ξερνώ μέσα (σε λεκάνη, νιπτήρα κ.λπ.) … Dictionary of Greek
επιγονάτιο — Άμφιο των επισκόπων της Βυζαντινής και Αρμενικής Εκκλησίας και μετά τον 12o αι. των αξιωματούχων ιερέων. Αρχικά επρόκειτο για ένα τετράγωνο και αργότερα για ένα ρομβοειδές ύφασμα κοσμημένο με σταυρούς και διάφορες παραστάσεις, που δενόταν με ζώνη … Dictionary of Greek
λαβομάνο — το είδος νιπτήρα με λεκάνη και δοχείο νερού για νίψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lava mano] … Dictionary of Greek
λεγένι — το 1. η λεκάνη για νίψιμο, η λεκάνη τού νιπτήρα 2. παροιμ. «φτύνει σε χρυσό λεγένι» είναι πλούσιος, αλλά και άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leğen πιθ. < λεκάνη] … Dictionary of Greek
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek
νιπτήρας — και νιφτήρας, ο (ΑΜ νιπτήρ, ῆρος, Μ και νιπτήρας, ό, και νιπτήρα, ἡ) 1. λεκάνη για νίψιμο 2. εκκλ. σκεύος που βρίσκεται κοντά στην αγία πρόθεση τού ιερού βήματος τού ναού, για να πλένουν οι ιερείς τα χέρια τους πριν από τη θεία λειτουργία, πράξη… … Dictionary of Greek